- ἐμπῆκται
- ἐμπήκτηςone who sticks up judicial noticesmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπήκτης — ἐμπήκτης, ο (πληθ. ἐμπῆκται, οι) (Α) οι πολίτες που βοηθούσαν τους Εννέα άρχοντες για τον σχηματισμό τής σύνθεσης τών δικαστηρίων … Dictionary of Greek